λασπερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | λασπερός | η | λασπερή | το | λασπερό |
| γενική | του | λασπερού | της | λασπερής | του | λασπερού |
| αιτιατική | τον | λασπερό | τη | λασπερή | το | λασπερό |
| κλητική | λασπερέ | λασπερή | λασπερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | λασπεροί | οι | λασπερές | τα | λασπερά |
| γενική | των | λασπερών | των | λασπερών | των | λασπερών |
| αιτιατική | τους | λασπερούς | τις | λασπερές | τα | λασπερά |
| κλητική | λασπεροί | λασπερές | λασπερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- λασπερός < λάσπ(η) + -ερός[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λασπερός
Προφορά
- ΔΦΑ : /la.speˈɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λα‐σπε‐ρός
Μεταφράσεις
λασπερός
|
|
Αναφορές
- λασπερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Πηγές
- λασπερός - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.