λασπερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λασπερός η λασπερή το λασπερό
      γενική του λασπερού της λασπερής του λασπερού
    αιτιατική τον λασπερό τη λασπερή το λασπερό
     κλητική λασπερέ λασπερή λασπερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λασπεροί οι λασπερές τα λασπερά
      γενική των λασπερών των λασπερών των λασπερών
    αιτιατική τους λασπερούς τις λασπερές τα λασπερά
     κλητική λασπεροί λασπερές λασπερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

λασπερός < λάσπ(η) + -ερός[1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λασπερός

Προφορά

ΔΦΑ : /la.speˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λασπερός

Επίθετο

λασπερός, -ή, -ό

Μεταφράσεις

Αναφορές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λασπερός < λάσπ(η) + -ερός

ζητούμενο λήμμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.