λασπομαχία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η λασπομαχία οι λασπομαχίες
      γενική της λασπομαχίας των λασπομαχιών
    αιτιατική τη λασπομαχία τις λασπομαχίες
     κλητική λασπομαχία λασπομαχίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λασπομαχία < λάσπη + -μαχία

Ουσιαστικό

λασπομαχία θηλυκό

  1. παιχνίδι όπου ο ένας πετά στον άλλον λάσπες
  2. η αμοιβαία λασπολογία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.