λασπομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο λασπομάχος οι λασπομάχοι
      γενική του λασπομάχου των λασπομάχων
    αιτιατική τον λασπομάχο τους λασπομάχους
     κλητική λασπομάχε λασπομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λασπομάχος < λάσπη + -μάχος

Ουσιαστικό

λασπομάχος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.