ξελασπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξελασπώνω < ξε- + λασπώνω (< λάσπη)

Προφορά

ΔΦΑ : /kse.laˈspo.no/

Ρήμα

ξελασπώνω

  1. καθαρίζω κάποιον ή κάτι από τις λάσπες
    ξελάσπωσε τα παπούτσι σου, πριν μπεις μέσα στο σπίτι
  2. βγαίνω από περιοχή με λάσπες
    είδα κι έπαθα να ξελασπώσω το αυτοκίνητο από το λάκκο
  3. (μεταφορικά) βοηθάω κάποιον να βγεί από μια δύσκολη κατάσταση
    τον ξελάσπωσαν οι δικοί του, όταν είχε κάνει την κομπίνα
  4. (μεταφορικά) βγαίνω από κάποιο αδιέξοδο (οικονομικό κ.λπ.), ξεμπλέκω
    επιτέλους, αποπλήρωσα το δάνειο και ξελάσπωσα!

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.