λασπόλουτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το λασπόλουτρο τα λασπόλουτρα
      γενική του λασπόλουτρου των λασπόλουτρων
    αιτιατική το λασπόλουτρο τα λασπόλουτρα
     κλητική λασπόλουτρο λασπόλουτρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

λασπόλουτρο < λάσπη + -ό- + -λουτρο

Ουσιαστικό

λασπόλουτρο ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.