τσιμέντο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | τσιμέντο | τα | τσιμέντα |
| γενική | του | τσιμέντου | των | τσιμέντων |
| αιτιατική | το | τσιμέντο | τα | τσιμέντα |
| κλητική | τσιμέντο | τσιμέντα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- τσιμέντο < (άμεσο δάνειο) ιταλική cimento / cemento < λατινική caementum < caedo < πρωτοϊταλική *kaidō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *keh₂id- / *kh₂eyd- (κόβω, λαξεύω)
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡siˈmen.do/
Ουσιαστικό
τσιμέντο ουδέτερο
- (αρχιτεκτονική) συνδετικό δομικό υλικό, που αποτελείται από λεπτή ασβεστολιθική ή αργιλική σκόνη, που σε ανάμειξη με νερό σχηματίζει παχύρρευστο μείγμα, που αργότερα στερεοποιείται
- (αρχιτεκτονική) μπετόν, σκυρόδεμα
Συγγενικά
- ατσιμεντάριστος
- τσιμεντάδικο
- τσιμεντάκι
- τσιμεντάρισμα
- τσιμεντάρω
- τσιμεντάς
- τσιμεντένιος
- τσιμέντινος
- τσιμεντωμένος
- τσιμεντώνω
Σύνθετα
- αμιαντοτσιμέντο
- αμιαντοτσιμεντοσωλήνας
- τσιμενταυλάκι
- τσιμεντόβεργα
- τσιμεντοβιομηχανία
- τσιμεντοβιομήχανος
- τσιμεντοδοκός
- τσιμεντοένεση / τσιμεντένεση
- τσιμεντοκάλυψη
- τσιμεντοκατασκευή
- τσιμεντόκηπος
- τσιμεντοκολόνα
- τσιμεντοκονία
- τσιμεντοκονίαμα
- τσιμεντοκονιαστής
- τσιμεντόλακκος
- τσιμεντολάσπη
- τσιμεντολίθαρο
- τσιμεντόλιθος
- τσιμεντοπαραγωγή
- τσιμεντοπαραγωγός
- τσιμεντοπάσσαλος
- τσιμεντόπλακα
- τσιμεντόπλινθος
- τσιμεντοποιείο
- τσιμεντοποίηση
- τσιμεντοπροϊόν
- τσιμεντοσανίδα
- τσιμεντοστρωμένος
- τσιμεντοστρώνω
- τσιμεντόστρωση
- τσιμεντοσωλήνας
- τσιμεντότοιχος
- τσιμεντούπολη
- τσιμεντόφραγμα
- τσιμεντόχρωμα
-
τσιμέντο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.