Λάσπη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Λάσπη οι Λάσπες
      γενική της Λάσπης των Λασπών
    αιτιατική τη Λάσπη τις Λάσπες
     κλητική Λάσπη Λάσπες
Συνήθως στον ενικό
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Λάσπη < λάσπη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈla.spi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Λάσπη

Κύριο όνομα

Λάσπη θηλυκό

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. ΦΕΚ Α 104, 11 Απριλίου 1951
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.