çamur

Τουρκικά (tr)

Ετυμολογία

çamur < (κληρονομημένο) παλαιά τουρκική [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /t͡ʃɑˈmuɾ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: çamur

Ουσιαστικό

çamur (tr)

Κλίση

Παράγωγα

  • çamurlu
  • çamursuz

Σύνθετα

  • çamur atmak

Αναφορές

  1. çamur - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.