λασπώνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

λασπώνω < λάσπ(η) + -ώνω [1] ή (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική λασπώνω [2]

Προφορά

ΔΦΑ : /laˈspo.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λασπώνω

Ρήμα

λασπώνω, πρτ.: λάσπωνα, στ.μέλλ.: θα λασπώσω, αόρ.: λάσπωσα, παθ.φωνή: λασπώνομαι, π.αόρ.: λασπώθηκα, μτχ.π.π.: λασπωμένος

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο) γεμίζωλερώνω) με λάσπες
    Πού λάσπωσες τα παπούτσια σου;
  2. (μεταφορικά) αμαυρώνω
  3. (στη μαγειρική) για (συνήθως) ζυμαρικά που κολλάνε μεταξύ τους λόγω μη ανακατέματος
    Ανακάτεψε τα μακαρόνια για να μην λασπώσουν.
    άλλες μορφές: λασπιάζω

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λάσπη

Κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. λασπώνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. s.v. λάσπη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

λασπώνω < λάσπ(η) + -ώνω

Ρήμα

λασπώνω

  1. (μεταβατικό & αμετάβατο) λερώνω ή λερώνομαι με λάσπη, λασπώνω
  2. (αμετάβατο) προσκολλώμαι με λάσπη

Ρηματικοί τύποι

  • ἐλάσπωσες
  • ἐλασπώθηκεν
  • λασπώνεις

Παράγωγα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.