λασπωμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο λασπωμένος η λασπωμένη το λασπωμένο
      γενική του λασπωμένου της λασπωμένης του λασπωμένου
    αιτιατική τον λασπωμένο τη λασπωμένη το λασπωμένο
     κλητική λασπωμένε λασπωμένη λασπωμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι λασπωμένοι οι λασπωμένες τα λασπωμένα
      γενική των λασπωμένων των λασπωμένων των λασπωμένων
    αιτιατική τους λασπωμένους τις λασπωμένες τα λασπωμένα
     κλητική λασπωμένοι λασπωμένες λασπωμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Προφορά

ΔΦΑ : /la.spoˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: λασπωμένος

Μετοχή

λασπωμένος, -η, -ο

Αντώνυμα

  • αλάσπωτος

Σύνθετα

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη λάσπη

Μεταφράσεις



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Μετοχή

λασπωμένος

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.