ξελάσπωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ξελάσπωμα | τα | ξελασπώματα |
| γενική | του | ξελασπώματος | των | ξελασπωμάτων |
| αιτιατική | το | ξελάσπωμα | τα | ξελασπώματα |
| κλητική | ξελάσπωμα | ξελασπώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ξελάσπωμα < ξελασπώνω
Ουσιαστικό
ξελάσπωμα ουδέτερο
- καθάρισμα από τις λάσπες
- (μεταφορικά) έξοδος από μία δύσκολη κατάσταση
Μεταφράσεις
ξελάσπωμα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.