κουτσός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κουτσός | η | κουτσή | το | κουτσό |
| γενική | του | κουτσού | της | κουτσής | του | κουτσού |
| αιτιατική | τον | κουτσό | την | κουτσή | το | κουτσό |
| κλητική | κουτσέ | κουτσή | κουτσό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κουτσοί | οι | κουτσές | τα | κουτσά |
| γενική | των | κουτσών | των | κουτσών | των | κουτσών |
| αιτιατική | τους | κουτσούς | τις | κουτσές | τα | κουτσά |
| κλητική | κουτσοί | κουτσές | κουτσά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κουτσός < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κουτσός < υστερολατινική coxus (χωλός, κουτσός) < λατινική coxa (ισχίο, γοφός, μηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈt͡sos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσός
Επίθετο
κουτσός, -ή, -ό
Παροιμίες
- κουτσοί στραβοί στον Άγιο Παντελεήμονα: όταν μαζεύονται κάθε λογής άνθρωποι
Συγγενικά
|
όπως
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.