πρόβλημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πρόβλημα τα προβλήματα
      γενική του προβλήματος των προβλημάτων
    αιτιατική το πρόβλημα τα προβλήματα
     κλητική πρόβλημα προβλήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πρόβλημα < αρχαία ελληνική πρόβλημα < προβάλλω (οτιδήποτε προβάλλεται ως προεξοχή, εμπόδιο, μέσο άμυνας, εργασία κλπ)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpɾo.vli.ma/

Ουσιαστικό

πρόβλημα ουδέτερο

  1. ένα ερώτημα, συνήθως μαθηματικό, που για να απαντηθεί πρέπει με επιστημονικό τρόπο να συνδυαστούν κάποια δεδομένα και να γίνουν κάποιοι λογικοί συλλογισμοί ή και κάποιες πράξεις
  2. (γενικότερα) μια δυσκολία που πρέπει να αντιμετωπιστεί και να υπερπηδηθεί με κάποιες ενέργειες

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.