κοντύτερος

Νέα ελληνικά (el)

χωρίς άρθρο, συγκριτικός βαθμός
με το άρθρο, σχετικός υπερθετικός βαθμός
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοντύτερος η κοντύτερη το κοντύτερο
      γενική του κοντύτερου της κοντύτερης του κοντύτερου
    αιτιατική τον κοντύτερο την κοντύτερη το κοντύτερο
     κλητική κοντύτερε κοντύτερη κοντύτερο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοντύτεροι οι κοντύτερες τα κοντύτερα
      γενική των κοντύτερων των κοντύτερων των κοντύτερων
    αιτιατική τους κοντύτερους τις κοντύτερες τα κοντύτερα
     κλητική κοντύτεροι κοντύτερες κοντύτερα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοντύτερος < κοντ(ός) + -ύτερος

Επίθετο

κοντύτερος

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.