ισχίο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ισχίο τα ισχία
      γενική του ισχίου των ισχίων
    αιτιατική το ισχίο τα ισχία
     κλητική ισχίο ισχία
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ισχίο < αρχαία ελληνική ἰσχίον

Ουσιαστικό

ισχίο ουδέτερο

  • η άρθρωση του μηρού με τη λεκάνη και η γύρω περιοχή

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.