κουτσό
Νέα ελληνικά (el)

διάδρομος για κουτσό χαραγμένος με κιμωλία στο πεζοδρόμιο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | κουτσό | ||
| γενική | του | κουτσού | ||
| αιτιατική | το | κουτσό | ||
| κλητική | κουτσό | |||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτσό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου κουτσός < μεσαιωνική ελληνική κουτσός
Προφορά
- ΔΦΑ : /kuˈt͡so/
Ουσιαστικό
κουτσό ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- παιδικό παιχνίδι κατά το οποίο οι παίκτες προχωρούν πηδώντας (συνήθως σε κάποιον ειδικό διάδρομο ζωγραφισμένο στο έδαφος) μόνο με το ένα πόδι και κρατώντας το άλλο ανασηκωμένο
- Έξω στις αλάνες παίζαμε με τα γειτονόπουλα την τυφλόμυγα, τη μακριά γαϊδούρα, το κουτσό ή τα πεντόβολα. (Γιάννης Καιροφύλας, Αναμνήσεις ενός Αθηναίου)
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κουτσός
Μεταφράσεις
κουτσό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.