ακουτσομπόλευτος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ακουτσομπόλευτος | η | ακουτσομπόλευτη | το | ακουτσομπόλευτο |
| γενική | του | ακουτσομπόλευτου | της | ακουτσομπόλευτης | του | ακουτσομπόλευτου |
| αιτιατική | τον | ακουτσομπόλευτο | την | ακουτσομπόλευτη | το | ακουτσομπόλευτο |
| κλητική | ακουτσομπόλευτε | ακουτσομπόλευτη | ακουτσομπόλευτο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ακουτσομπόλευτοι | οι | ακουτσομπόλευτες | τα | ακουτσομπόλευτα |
| γενική | των | ακουτσομπόλευτων | των | ακουτσομπόλευτων | των | ακουτσομπόλευτων |
| αιτιατική | τους | ακουτσομπόλευτους | τις | ακουτσομπόλευτες | τα | ακουτσομπόλευτα |
| κλητική | ακουτσομπόλευτοι | ακουτσομπόλευτες | ακουτσομπόλευτα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ακουτσομπόλευτος < α- + κουτσομπολεύω + -τος < κουτσο- (< κουτσός < μεσαιωνική ελληνική κουτσός < υστερολατινική coxus (χωλός, ακουτσομπόλευτος) < λατινικά coxa (ισχίο, γοφός, μηρός) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *koḱs-) + μπολεύω < (ελληνιστική κοινή) ἐμπολεύω < αρχαία ελληνική ἐμπολέω / ἐμπολῶ (συμφυρμός με το πολεύω) < πολέω / πολῶ
Αντώνυμα
Συγγενικά
- ακουτσομπόλευτα
- → δείτε τις λέξεις κουτσομπολεύω και κουτσός
Μεταφράσεις
ακουτσομπόλευτος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.