καρέκλα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η καρέκλα οι καρέκλες
      γενική της καρέκλας των καρεκλών
    αιτιατική την καρέκλα τις καρέκλες
     κλητική καρέκλα καρέκλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δύο καρέκλες
αναπηρική καρέκλα

Ετυμολογία

καρέκλα < (άμεσο δάνειο) βενετική charegla < cadegla < *cadegra < λατινική cathedra < αρχαία ελληνική καθέδρα (αντιδάνειο)

Προφορά

ΔΦΑ : /kaˈɾe.kla/
τυπογραφικός συλλαβισμός: καρέκλα

Ουσιαστικό

καρέκλα θηλυκό

  1. κάθισμα για ένα άτομο με τέσσερα πόδια και πλάτη
    • αναπηρική καρέκλα: για τη μεταφορά ασθενών ή αναπήρων, με 2 μεγάλους τροχούς που μπορεί να περιστρέψει με τα χέρια του και ο ίδιος ο μετακινούμενος
       συνώνυμα: αναπηρικό καροτσάκι
  2. (μεταφορικά) αξίωμα, εξουσία
    κάνει τα πάντα για την καρέκλα
  3. (παρωχημένο) (αργκό) τραγούδι της ντίσκο
    ο Γιάννης ακούει μόνο καρέκλες
    ταυτόσημα: καρεκλάδικο

Εκφράσεις

  • ρίχνει καρέκλες : βρέχει πάρα πολύ

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.