ψευτοκουτσαβάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ψευτοκουτσαβάκης | οι | ψευτοκουτσαβάκηδες |
| γενική | του | ψευτοκουτσαβάκη | των | ψευτοκουτσαβάκηδων |
| αιτιατική | τον | ψευτοκουτσαβάκη | τους | ψευτοκουτσαβάκηδες |
| κλητική | ψευτοκουτσαβάκη | ψευτοκουτσαβάκηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ψευτοκουτσαβάκης < ψευτο- + κουτσαβάκης
Προφορά
- ΔΦΑ : /pse.fto.ku.t͡saˈva.cis/
Συνώνυμα
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις ψέμα και κουτσαβάκης
Μεταφράσεις
ψευτοκουτσαβάκης
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.