κουτσοφλέβαρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουτσοφλέβαρος | οι | κουτσοφλέβαροι |
| γενική | του | κουτσοφλέβαρου | των | κουτσοφλέβαρων |
| αιτιατική | τον | κουτσοφλέβαρο | τους | κουτσοφλέβαρους |
| κλητική | κουτσοφλέβαρε | κουτσοφλέβαροι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτσοφλέβαρος < κουτσο- + Φλεβάρ(ης) + -ος
Ουσιαστικό
κουτσοφλέβαρος αρσενικό
- (οικείο) προσωνυμία του μήνα Φεβρουαρίου, επειδή έχει λιγότερες μέρες
Μεταφράσεις
κουτσοφλέβαρος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.