χωλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χωλός η χωλή το χωλό
      γενική του χωλού της χωλής του χωλού
    αιτιατική τον χωλό τη χωλή το χωλό
     κλητική χωλέ χωλή χωλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χωλοί οι χωλές τα χωλά
      γενική των χωλών των χωλών των χωλών
    αιτιατική τους χωλούς τις χωλές τα χωλά
     κλητική χωλοί χωλές χωλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

χωλός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χωλός [1]

Επίθετο

χωλός, -ή, -ό

  1. (λόγιο) κουτσός
    • που του λείπει ένα ή και τα δύο κάτω άκρα
    • που κουτσαίνει
  2. (μεταφορικά) ατελής ή ανεπαρκής

Συγγενικά

Ομώνυμα / Ομόηχα

Μεταφράσεις

Αναφορές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

χωλός < αβέβαιης ετ.

Επίθετο

χωλός

  1. χωλός
  2. (μεταγενέστερα) που έχει παράλυση σε κάποιο χέρι

Συγγενικά

Σύνθετα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.