κουτσαβάκης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κουτσαβάκης | οι | κουτσαβάκηδες |
| γενική | του | κουτσαβάκη | των | κουτσαβάκηδων |
| αιτιατική | τον | κουτσαβάκη | τους | κουτσαβάκηδες |
| κλητική | κουτσαβάκη | κουτσαβάκηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κουτσαβάκης < ανθρωπωνύμιο Κουτσαβάκης[1] [2] [3] < κούτσαβ(ος) + -άκης < κουτσός
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.t͡saˈva.cis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κου‐τσα‐βά‐κης
Ουσιαστικό
κουτσαβάκης αρσενικό
- (παρωχημένο) τύπος μάγκα της παλιάς Αθήνας με ιδιόρρυθμο περπάτημα
- ※ Όλοι οι κουτσαβάκηδες, που ζούνε στο κουρμπέτι, κι αυτοί μες στην καρδούλα τους, έχουν μεγάλο ντέρτι. (τραγούδι, μουσική & στίχοι: Μάρκος Βαμβακάρης)
- (προφορικό) ψευτοπαλικαράς, ψευτόμαγκας
Συγγενικά
- κουτσαβάκι
- κουτσαβάκικα
- κουτσαβάκικος
- κουτσαβακισμός
- κουτσαβάκισσα
- κούτσαβος
- ψευτοκουτσαβάκης
- ψευτοκουτσαβακισμός
- → και δείτε τη λέξη κουτσός
Και δείτε Λέξεις με κατάληξη -άκης
- ακινάκης
- αχμάκης/αχμάκισσα
- κοσμάκης
- κουφιοκεφαλάκης
- μπαινάκης βγαινάκης
- μπατζανάκης
- ταμπάκης
Μεταφράσεις
κουτσαβάκης
|
|
- κουτσαβάκης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πρόσωπο του 19ου αιώνα μ’ αυτό το επώνυμο, το οποίο μιμήθηκαν πολλοί στον τρόπο που περπατούσε
- Ή < μεσαιωνική ελληνική κουρτζουβάκιον / κουρτζουβάκι / Κουρτζουβάκης: κουτσαβάκης - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.