κουτσαβάκικα
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κουτσαβάκικα < κουτσαβάκικ(ος) + -α
Προφορά
- ΔΦΑ : /ku.t͡saˈva.ci.ka/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις κουτσαβάκης και κουτσός
Μεταφράσεις
κουτσαβάκικα
|
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
κουτσαβάκικα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του κουτσαβάκικος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.