κούτσα κούτσα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κούτσα κούτσα < λείπει η ετυμολογία

Επίρρημα

κούτσα κούτσα

  1. κουτσαίνοντας
  2. (γενικότερα) με δυσκολία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.