αναπηρία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αναπηρία οι αναπηρίες
      γενική της αναπηρίας των αναπηριών
    αιτιατική την αναπηρία τις αναπηρίες
     κλητική αναπηρία αναπηρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αναπηρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναπηρία < ἀνάπηρος  δείτε και το αρχαίο πηρός

Προφορά

ΔΦΑ : /a.na.piˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αναπηρία

Ουσιαστικό

αναπηρία θηλυκό

  1. έλλειψη αρτιμέλειας, έλλειψη πλήρους λειτουργικότητας κάποιων οργάνων ή μελών του σώματος (άκρων, εγκεφάλου κ.λπ.)
    σύνταξη αναπηρίας
     συνώνυμα: σακατιλίκι
     αντώνυμα: αρτιμέλεια
  2. (μεταφορικά) δυσλειτουργία, ανεπάρκεια ή κακή κατάσταση

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.