κοιμάμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοιμάμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιμᾶμαι, κοιμοῦμαι < αρχαία ελληνική κοιμῶμαι με μεταπλασμό [1]

Δύο λιοντάρια κοιμούνται.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈma.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐μά‐μαι
Ρήμα
κοιμάμαι, αόρ.: κοιμήθηκα, μτχ.π.π.: κοιμισμένος (αποθετικό ρήμα)
- (για πρόσωπα και ζώα) είμαι σε κατάσταση στην οποία δεν έχω συνειδητές αντιδράσεις στα περισσότερα εξωτερικά ερεθίσματα, σε κατάσταση ύπνου
- (συνεκδοχικά) σταματώ να ζω
- (μεταφορικά) είμαι αδρανής, νωθρός
- (μαζί με κάποιον) συνουσιάζομαι, έρχομαι σε σαρκική επαφή
- υποβάλλομαι σε γενική αναισθησία προκειμένου να χειρουργηθώ
- κοιμούμαι (σπανιότερο)
Εκφράσεις
- κοιμάμαι και η τύχη μου δουλεύει: ευνοούμαι χωρίς να κοπιάζω
- κοιμάμαι κι ονειρεύομαι: ελπίζω σε κάτι ανέφικτο
- κοιμάμαι όρθιος: νυστάζω υπερβολικά ή δεν αντιλαμβάνομαι τι συμβαίνει γύρω μου
- κοιμάμαι τον αιώνιο ύπνο: είμαι νεκρός
- κοιμάμαι τον αξύπνητο: πεθαίνω
- κοιμάμαι τον ύπνο του δικαίου: δεν αντιλαμβάνομαι μια δυσάρεστη κατάσταση
- κοιμάμαι του καλού καιρού: κοιμάμαι βαθιά
- μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι: για κάτι που δεν πρόκειται να πραγματοποιηθεί αντίθετα σε ελπίδες ή προσδοκίες
Παροιμίες
- όπως στρώσεις, θα κοιμηθείς
Συγγενικά
- κοιμηθιά
- κοίμηση
- κοιμήσης και κοιμίσης
- κοιμήσικα
- κοιμήσικος
- κοιμητηριακός
- κοιμητήριο και κοιμητήρι
- κοιμίζω
- κοιμισμένος
- κοιμιστικός
Σύνθετα
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοιμάμαι κοιμούμαι |
κοιμόμουν(α) | θα κοιμάμαι κοιμούμαι |
να κοιμάμαι κοιμούμαι |
||
| β' ενικ. | κοιμάσαι | κοιμόσουν(α) | θα κοιμάσαι | να κοιμάσαι | ||
| γ' ενικ. | κοιμάται | κοιμόταν(ε) | θα κοιμάται | να κοιμάται | ||
| α' πληθ. | κοιμόμαστε κοιμούμαστε |
κοιμόμαστε κοιμόμασταν |
θα κοιμόμαστε κοιμούμαστε |
να κοιμόμαστε κοιμούμαστε |
||
| β' πληθ. | κοιμάστε | κοιμόσαστε κοιμόσασταν |
θα κοιμάστε | να κοιμάστε | κοιμείστε - κοιμιέστε | |
| γ' πληθ. | κοιμούνται | κοιμούνταν | θα κοιμούνται | να κοιμούνται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοιμήθηκα | θα κοιμηθώ | να κοιμηθώ | κοιμηθεί | ||
| β' ενικ. | κοιμήθηκες | θα κοιμηθείς | να κοιμηθείς | κοιμήσου | ||
| γ' ενικ. | κοιμήθηκε | θα κοιμηθεί | να κοιμηθεί | |||
| α' πληθ. | κοιμηθήκαμε | θα κοιμηθούμε | να κοιμηθούμε | |||
| β' πληθ. | κοιμηθήκατε | θα κοιμηθείτε | να κοιμηθείτε | κοιμηθείτε | ||
| γ' πληθ. | κοιμήθηκαν κοιμηθήκαν(ε) |
θα κοιμηθούν(ε) | να κοιμηθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω κοιμηθεί | είχα κοιμηθεί | θα έχω κοιμηθεί | να έχω κοιμηθεί | κοιμισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις κοιμηθεί | είχες κοιμηθεί | θα έχεις κοιμηθεί | να έχεις κοιμηθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει κοιμηθεί | είχε κοιμηθεί | θα έχει κοιμηθεί | να έχει κοιμηθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοιμηθεί | είχαμε κοιμηθεί | θα έχουμε κοιμηθεί | να έχουμε κοιμηθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε κοιμηθεί | είχατε κοιμηθεί | θα έχετε κοιμηθεί | να έχετε κοιμηθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοιμηθεί | είχαν κοιμηθεί | θα έχουν κοιμηθεί | να έχουν κοιμηθεί | ||
Μεταφράσεις
κοιμάμαι
|
Αναφορές
- κοιμάμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.