μισοκοιμάμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
μισοκοιμάμαι
- κοιμάμαι πολύ ελαφρά
- δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
- ≈ συνώνυμα: κοιμάμαι μ' ένα μάτι, λαγοκοιμάμαι
- δεν με ξύπνησες, μισοκοιμόμουνα
- νυστάζω
- πήγαινε στο κρεβάτι σου, αφού μισοκοιμάσαι!
Συγγενικά
Μεταφράσεις
μισοκοιμάμαι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.