κοιμούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κοιμούμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιμοῦμαι < ιωνικός τύπος κοιμοῦμαι < αρχαία ελληνική κοιμῶμαι με μεταπλασμό [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ciˈmu.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κοιμούμαι

Ρήμα

κοιμούμαι (αποθετικό ρήμα)

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.