κοιμούμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοιμούμαι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοιμοῦμαι < ιωνικός τύπος κοιμοῦμαι < αρχαία ελληνική κοιμῶμαι με μεταπλασμό [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ciˈmu.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κοι‐μού‐μαι
Αναφορές
- κοιμάμαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.