κοιμίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- κοιμίζω < αρχαία ελληνική κοιμίζω
Ρήμα
κοιμίζω
- κάνω κάποιον να κοιμηθεί
- (μεταφορικά) ηρεμώ κάποιον
- αποπροσανατολίζω κάποιον, τον παραπλανώ για να μην αντιληφθεί ένα πρόβλημα
- Η υποκουλτούρα διοχετεύεται από την εξουσία για να κοιμίζει το λαό. (από την εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 1 Οχτώβρη 2003)
- (προφορικό) χορηγώ σε κάποιον αναισθητικό πριν από χειρουργική επέμβαση
- οι συγγενείς του αρρώστου ρωτούσαν αν οι γιατροί θα κοιμίσουν τον άνθρωπό τους για να τον χειρουργήσουν
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Σύνθετα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | κοιμίζω | κοίμιζα | θα κοιμίζω | να κοιμίζω | κοιμίζοντας | |
| β' ενικ. | κοιμίζεις | κοίμιζες | θα κοιμίζεις | να κοιμίζεις | κοίμιζε | |
| γ' ενικ. | κοιμίζει | κοίμιζε | θα κοιμίζει | να κοιμίζει | ||
| α' πληθ. | κοιμίζουμε | κοιμίζαμε | θα κοιμίζουμε | να κοιμίζουμε | ||
| β' πληθ. | κοιμίζετε | κοιμίζατε | θα κοιμίζετε | να κοιμίζετε | κοιμίζετε | |
| γ' πληθ. | κοιμίζουν(ε) | κοίμιζαν κοιμίζαν(ε) |
θα κοιμίζουν(ε) | να κοιμίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | κοίμισα | θα κοιμίσω | να κοιμίσω | κοιμίσει | ||
| β' ενικ. | κοίμισες | θα κοιμίσεις | να κοιμίσεις | κοίμισε | ||
| γ' ενικ. | κοίμισε | θα κοιμίσει | να κοιμίσει | |||
| α' πληθ. | κοιμίσαμε | θα κοιμίσουμε | να κοιμίσουμε | |||
| β' πληθ. | κοιμίσατε | θα κοιμίσετε | να κοιμίσετε | κοιμίστε | ||
| γ' πληθ. | κοίμισαν κοιμίσαν(ε) |
θα κοιμίσουν(ε) | να κοιμίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω κοιμίσει | είχα κοιμίσει | θα έχω κοιμίσει | να έχω κοιμίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις κοιμίσει | είχες κοιμίσει | θα έχεις κοιμίσει | να έχεις κοιμίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει κοιμίσει | είχε κοιμίσει | θα έχει κοιμίσει | να έχει κοιμίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε κοιμίσει | είχαμε κοιμίσει | θα έχουμε κοιμίσει | να έχουμε κοιμίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε κοιμίσει | είχατε κοιμίσει | θα έχετε κοιμίσει | να έχετε κοιμίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν κοιμίσει | είχαν κοιμίσει | θα έχουν κοιμίσει | να έχουν κοιμίσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.