ησυχάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ησυχάζω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ησυχάζω
- (μεταβατικό) φέρνω κάποιον σε κατάσταση ηρεμίας, ενεργώ ώστε να πάψει να είναι ανήσυχος ή να θορυβεί
- (μεταβατικό) φέρνω κάποιον σε κατάσταση ηρεμίας, ενεργώ ώστε να πάψει να ανησυχεί για κάτι
- (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, παύω να θορυβώ ή να είμαι ανήσυχος
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ησυχάζω | ησύχαζα | θα ησυχάζω | να ησυχάζω | ησυχάζοντας | |
| β' ενικ. | ησυχάζεις | ησύχαζες | θα ησυχάζεις | να ησυχάζεις | ησύχαζε | |
| γ' ενικ. | ησυχάζει | ησύχαζε | θα ησυχάζει | να ησυχάζει | ||
| α' πληθ. | ησυχάζουμε | ησυχάζαμε | θα ησυχάζουμε | να ησυχάζουμε | ||
| β' πληθ. | ησυχάζετε | ησυχάζατε | θα ησυχάζετε | να ησυχάζετε | ησυχάζετε | |
| γ' πληθ. | ησυχάζουν(ε) | ησύχαζαν ησυχάζαν(ε) |
θα ησυχάζουν(ε) | να ησυχάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ησύχασα | θα ησυχάσω | να ησυχάσω | ησυχάσει | ||
| β' ενικ. | ησύχασες | θα ησυχάσεις | να ησυχάσεις | ησύχασε | ||
| γ' ενικ. | ησύχασε | θα ησυχάσει | να ησυχάσει | |||
| α' πληθ. | ησυχάσαμε | θα ησυχάσουμε | να ησυχάσουμε | |||
| β' πληθ. | ησυχάσατε | θα ησυχάσετε | να ησυχάσετε | ησυχάστε | ||
| γ' πληθ. | ησύχασαν ησυχάσαν(ε) |
θα ησυχάσουν(ε) | να ησυχάσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω ησυχάσει | είχα ησυχάσει | θα έχω ησυχάσει | να έχω ησυχάσει | ||
| β' ενικ. | έχεις ησυχάσει | είχες ησυχάσει | θα έχεις ησυχάσει | να έχεις ησυχάσει | ||
| γ' ενικ. | έχει ησυχάσει | είχε ησυχάσει | θα έχει ησυχάσει | να έχει ησυχάσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε ησυχάσει | είχαμε ησυχάσει | θα έχουμε ησυχάσει | να έχουμε ησυχάσει | ||
| β' πληθ. | έχετε ησυχάσει | είχατε ησυχάσει | θα έχετε ησυχάσει | να έχετε ησυχάσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν ησυχάσει | είχαν ησυχάσει | θα έχουν ησυχάσει | να έχουν ησυχάσει |
| |
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.