ησυχάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ησυχάζω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα

ησυχάζω

  1. (μεταβατικό) φέρνω κάποιον σε κατάσταση ηρεμίας, ενεργώ ώστε να πάψει να είναι ανήσυχος ή να θορυβεί
     συνώνυμα: ηρεμώ
  2. (μεταβατικό) φέρνω κάποιον σε κατάσταση ηρεμίας, ενεργώ ώστε να πάψει να ανησυχεί για κάτι
     συνώνυμα: καθησυχάζω
  3. (αμετάβατο) έρχομαι σε κατάσταση ηρεμίας, παύω να θορυβώ ή να είμαι ανήσυχος
     συνώνυμα: ηρεμώ


Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.