κοιμήσικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιμήσικος | η | κοιμήσικη | το | κοιμήσικο |
| γενική | του | κοιμήσικου | της | κοιμήσικης | του | κοιμήσικου |
| αιτιατική | τον | κοιμήσικο | την | κοιμήσικη | το | κοιμήσικο |
| κλητική | κοιμήσικε | κοιμήσικη | κοιμήσικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιμήσικοι | οι | κοιμήσικες | τα | κοιμήσικα |
| γενική | των | κοιμήσικων | των | κοιμήσικων | των | κοιμήσικων |
| αιτιατική | τους | κοιμήσικους | τις | κοιμήσικες | τα | κοιμήσικα |
| κλητική | κοιμήσικοι | κοιμήσικες | κοιμήσικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κοιμήσικος < κοιμήσης
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κοιμάμαι
Μεταφράσεις
κοιμήσικος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.