νυστάζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- νυστάζω < αρχαία ελληνική νυστάζω
Προφορά
- ΔΦΑ : /niˈsta.zo/
Συγγενικά
- ανύστακτος / ανύσταχτος
- απονυστάζω
- νύστα
- νύσταγμα
- νυσταγμένος
- νυσταγμός
- νυσταλέα
- νυσταλέος
- ξενυστάζω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | νυστάζω | νύσταζα | θα νυστάζω | να νυστάζω | νυστάζοντας | |
| β' ενικ. | νυστάζεις | νύσταζες | θα νυστάζεις | να νυστάζεις | νύσταζε | |
| γ' ενικ. | νυστάζει | νύσταζε | θα νυστάζει | να νυστάζει | ||
| α' πληθ. | νυστάζουμε | νυστάζαμε | θα νυστάζουμε | να νυστάζουμε | ||
| β' πληθ. | νυστάζετε | νυστάζατε | θα νυστάζετε | να νυστάζετε | νυστάζετε | |
| γ' πληθ. | νυστάζουν(ε) | νύσταζαν νυστάζαν(ε) |
θα νυστάζουν(ε) | να νυστάζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | νύσταξα | θα νυστάξω | να νυστάξω | νυστάξει | ||
| β' ενικ. | νύσταξες | θα νυστάξεις | να νυστάξεις | νύσταξε | ||
| γ' ενικ. | νύσταξε | θα νυστάξει | να νυστάξει | |||
| α' πληθ. | νυστάξαμε | θα νυστάξουμε | να νυστάξουμε | |||
| β' πληθ. | νυστάξατε | θα νυστάξετε | να νυστάξετε | νυστάξτε | ||
| γ' πληθ. | νύσταξαν νυστάξαν(ε) |
θα νυστάξουν(ε) | να νυστάξουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω νυστάξει | είχα νυστάξει | θα έχω νυστάξει | να έχω νυστάξει | ||
| β' ενικ. | έχεις νυστάξει | είχες νυστάξει | θα έχεις νυστάξει | να έχεις νυστάξει | ||
| γ' ενικ. | έχει νυστάξει | είχε νυστάξει | θα έχει νυστάξει | να έχει νυστάξει | ||
| α' πληθ. | έχουμε νυστάξει | είχαμε νυστάξει | θα έχουμε νυστάξει | να έχουμε νυστάξει | ||
| β' πληθ. | έχετε νυστάξει | είχατε νυστάξει | θα έχετε νυστάξει | να έχετε νυστάξει | ||
| γ' πληθ. | έχουν νυστάξει | είχαν νυστάξει | θα έχουν νυστάξει | να έχουν νυστάξει |
| |
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- νυστάζω < ή από το νευστάζω ή συγγενές του νυθώδης
Ρήμα
νυστάζω
- έχω διάθεση για ύπνο
- ὑμεῖς δ᾽ ἴσως τάχ᾽ ἂν ἀχθόμενοι, ὥσπερ οἱ νυστάζοντες ἐγειρόμενοι, κρούσαντες ἄν με (: εσείς όμως αν εκνευριστείτε όπως αυτοί που τους ξυπνάνε ενώ νυστάζουν, ίσως σηκώσετε το χέρι να με χτυπήσετε -Πλάτωνας, Απολογία, 31α)
Συγγενικά
- νύσταλος
- νυστακτής
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.