ξενοκοιμάμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ξενοκοιμάμαι < ξένος + κοιμάμαι

Ρήμα

ξενοκοιμάμαι και ξενοκοιμούμαι

  1. κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, δεν κοιμάμαι στο σπίτι μου
  2. περνώ τη νύχτα με τον ερωμένο ή την ερωμένη μου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.