ξενοκοιμάμαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
ξενοκοιμάμαι και ξενοκοιμούμαι
- κοιμάμαι σε ξένο σπίτι, δεν κοιμάμαι στο σπίτι μου
- περνώ τη νύχτα με τον ερωμένο ή την ερωμένη μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.