κοιμισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοιμισμένος η κοιμισμένη το κοιμισμένο
      γενική του κοιμισμένου της κοιμισμένης του κοιμισμένου
    αιτιατική τον κοιμισμένο την κοιμισμένη το κοιμισμένο
     κλητική κοιμισμένε κοιμισμένη κοιμισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοιμισμένοι οι κοιμισμένες τα κοιμισμένα
      γενική των κοιμισμένων των κοιμισμένων των κοιμισμένων
    αιτιατική τους κοιμισμένους τις κοιμισμένες τα κοιμισμένα
     κλητική κοιμισμένοι κοιμισμένες κοιμισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοιμισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου κοιμίζω, κοιμάμαι και κοιμούμαι

Μετοχή

κοιμισμένος

  1. που κοιμάται
    τον βρήκα κοιμισμένο μπροστά στην τηλεόραση
     συνώνυμα: αξύπνητος, κοιμώμενος
  2. (μεταφορικά) νωθρός, οκνηρός
    είναι πολύ κοιμισμένος άνθρωπος, κάνει δέκα ώρες μέχρι ν' αρχίσει τη δουλειά του

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.