κοιμισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κοιμισμένος | η | κοιμισμένη | το | κοιμισμένο |
| γενική | του | κοιμισμένου | της | κοιμισμένης | του | κοιμισμένου |
| αιτιατική | τον | κοιμισμένο | την | κοιμισμένη | το | κοιμισμένο |
| κλητική | κοιμισμένε | κοιμισμένη | κοιμισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κοιμισμένοι | οι | κοιμισμένες | τα | κοιμισμένα |
| γενική | των | κοιμισμένων | των | κοιμισμένων | των | κοιμισμένων |
| αιτιατική | τους | κοιμισμένους | τις | κοιμισμένες | τα | κοιμισμένα |
| κλητική | κοιμισμένοι | κοιμισμένες | κοιμισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
κοιμισμένος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.