κοπιάζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία 1

κοπιάζω < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή κοπιάζω < κόπος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.piˈa.zo/

Ρήμα

κοπιάζω, πρτ.: κοπίαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κοπίασα, χωρίς παθητική φωνή

Κλίση

Με προφορά τεσσάρων συλλαβών

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

κοπιάζω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική κοπιάζω < ελληνιστική κοινή κοπιάζω

Προφορά

ΔΦΑ : /koˈpça.zo/

Ρήμα

κοπιάζω, πρτ.: κόπιαζα, στ.μέλλ.: θα κοπιάσω, αόρ.: κόπιασα, συνήθως στην προστακτική - χωρίς παθητική φωνή

  • (λαϊκότροπο)
  1. έρχομαι, φτάνω, επισκέπτομαι
    ελάτε, κοπιάστε να φάμε!
    καλώς εκοπιάσατε! : καλωσήλθατε!
  2. (απειλητικό)
    ας κοπιάσει από δω και θα του δείξω εγώ!

Κλίση

Με προφορά τριών συλλαβών

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.