κοιμήσης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κοιμήσης | οι | κοιμήσηδες |
| γενική | του | κοιμήση | των | κοιμήσηδων |
| αιτιατική | τον | κοιμήση | τους | κοιμήσηδες |
| κλητική | κοιμήση | κοιμήσηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κοιμήσης < μεσαιωνική ελληνική το κοιμήσει(ν) < αρχαία ελληνική κοιμοῦμαι
Ουσιαστικό
κοιμήσης αρσενικό
- άμα του δώσεις μια δουλειά, πρέπει να είσαι υπομονετικός: τέτοιον κοιμήση, σπάνια τον συναντάς!
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.