κασσίτερος
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- κασσίτερος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κασσίτερος (άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν δάνειο από τα σανσκριτικά)
Προφορά
- ΔΦΑ : /kaˈsi.te.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κασ‐σί‐τε‐ρος
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | κασσίτερος | οι | κασσίτεροι |
| γενική | του | κασσίτερου & κασσιτέρου |
των | κασσίτερων & κασσιτέρων |
| αιτιατική | τον | κασσίτερο | τους | κασσίτερους & κασσιτέρους |
| κλητική | κασσίτερε | κασσίτεροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
κασσίτερος αρσενικό
- (χημεία) χημικό στοιχείο που ανήκει στα μέταλλα με ατομικό αριθμό 50 και χημικό σύμβολο το Sn, γνωστό και ως καλάι
- ※ Ο μπρούντζος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου, και ήταν το πρώτο κράμα που δημιουργήθηκε, περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν (Ελληνικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαλκού, ανακτήθηκε στις 6/11/2021 )
Συγγενικά
- κασσιτερώ
- κασσίδα, χάλκινο στιλπνό κράνος στο Βυζάντιο
- κασσιτεράνιο
- κασσιτέρινος
- κασσιτερίτης
- κασσιτερωτής
αυτό που γιαλίζει και λάμπει σαν κασσίτερος και χρησιμοπιείται για κασσιτέρωση, γάνωμα:
- Κάσσανδρος, ρίζα κασ-, ο ανήρ που αποστράπτει σαν τον κασσίτερο
- 'Κασσία ή κάσσια γένος φυτών των Ελλεβόκαρπων και των Σιμαρυβοειδών, άλλως φυτό χασίσι που λαμποκοπά η κορυφή του στις ακτίνες του ήλιου.
- κασσιέπεια
- κασσίς, χάλκινο στιλπό κράνος στους βυζαντινούς
- Κασσιόπη, κάσ- + όψομαι του ὁράω-ῶ.
- Κασσωποί, οι κάτοικοι της Κασσιόπης
- Κάστωρ, ο castor fiber που είναι αργυρόχρωμος, όπως της Καστοριάς.
- Κασταλία, το υδροχαρές φυτό νυμφαία
- Κάστελος
Σύνθετα
- ακασσιτέρωτος
- επικασσιτέρωση
- κασσιτερουργός
- κασσιτεροκόλληση
- Περιοδικός πίνακας των στοιχείων
-
κασσίτερος στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
κασσίτερος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ ζητούμενο λήμμα
Ετυμολογία
- κασσίτερος < άγνωστης ετυμολογίας, πιθανόν δάνειο από τα σανσκριτικά) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Πηγές
- κασσίτερος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κασσίτερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.