μπρούντζος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | μπρούντζος | οι | μπρούντζοι |
| γενική | του | μπρούντζου | των | μπρούντζων |
| αιτιατική | τον | μπρούντζο | τους | μπρούντζους |
| κλητική | μπρούντζε | μπρούντζοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μπρούντζος < (άμεσο δάνειο) ιταλική bronzo
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈbɾun.d͡zos/ & /ˈbɾu.d͡zos/
Ουσιαστικό
μπρούντζος αρσενικό
- (μεταλλουργία) κράμα χαλκού και κασσίτερου
- ※ Ο μπρούντζος είναι κράμα χαλκού και κασσίτερου, και ήταν το πρώτο κράμα που δημιουργήθηκε, περίπου τέσσερις χιλιάδες χρόνια πριν (Ελληνικό Ινστιτούτο Ανάπτυξης Χαλκού, ανακτήθηκε στις 6/11/2021 )
- διάφορα κράματα χαλκού που μοιάζουν στο χρώμα με τον μπρούντζο
Συνώνυμα
Συγγενικά
- μπρούντζινος
- μπρουντζώνω
Μεταφράσεις
μπρούντζος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.