κασσίς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- κασσίς < (άμεσο δάνειο) λατινική cassis (κράνος) < προέλευσης από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή
Μορφές και κλιτικοί τύποι
- κασσίς / κάσσις & κασίς / κάσις
- αρσενικό κάσις, αιτιατική: κάσιν
από το θέμα κασσιδ-
- κασσίδας, κάσσιδος & κασίδας, κάσιδος
- κασσίδα, κασσίδαν
- κασσίδες (πληθυντικός)
Παράγωγα
- κασίδα
- κασιδιάρης
- κασσίδιν
- κασσίδιον
Πηγές
- κασσίς - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.