ὁράω
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
|---|---|---|
| Ενεστώτας | ὁράω, ὁρῶ | ὁράομαι, ὁρῶμαι |
| Παρατατικός | ἑώρων, ιωνικός τύπος : ὥρεον | ἑωρώμην, ὡρώμην |
| Μέλλοντας | ὄψομαι | ελληνιστική ὁραθήσομαι, ὀφθήσομαι |
| Αόριστος | εἶδον | εἰδόμην, ὠψάμην, ελληνιστική ἑωράθην & ὤφθην |
| Παρακείμενος | ἑόρακα, ἑώρακα, ὄπωπα | ἑόραμαι, ἑώραμαι, ὦμμαι |
| Υπερσυντέλικος | ἑοράκην, ἑωράκειν, ἑωρακώς ἦν | ὤμμην, ἑωράμην |
| Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
- ὁράω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ὁράω / ὁρῶ (συνηρημένο)
- (αμετάβατο) βλέπω, κοιτάζω
- (αμετάβατο) έχω την όρασή μου, βλέπω
- κοιτάζω, προσέχω, παίρνω προφυλάξεις
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 57.1
- ὁρᾶτε ὅπως μὴ οὐκ ἀποδέξωνται ἀνδρῶν ἀγαθῶν πέρι αὐτοὺς ἀμείνους ὄντας ἀπρεπές τι ἐπιγνῶναι, οὐδὲ πρὸς ἱεροῖς τοῖς κοινοῖς σκῦλα ἀπὸ ἡμῶν τῶν εὐεργετῶν τῆς Ἑλλάδος ἀνατεθῆναι.
- Προσέξτε μήπως σας αποδοκιμάσει η κοινή γνώμη, εσάς που πολύ σας επαινούν, αν μας καταδικάσετε άδικα, εμάς τους γενναίους, κι αν αφιερώστε στους κοινούς ναούς των Ελλήνων τα λάφυρα που θα ᾿χετε πάρει από μας, τους ευεργέτες της Ελλάδος.
- Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
- ὁρᾶτε ὅπως μὴ οὐκ ἀποδέξωνται ἀνδρῶν ἀγαθῶν πέρι αὐτοὺς ἀμείνους ὄντας ἀπρεπές τι ἐπιγνῶναι, οὐδὲ πρὸς ἱεροῖς τοῖς κοινοῖς σκῦλα ἀπὸ ἡμῶν τῶν εὐεργετῶν τῆς Ἑλλάδος ἀνατεθῆναι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 67 (67-68)
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὅρα, φυλάσσου μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν. | [ΠΥΛΑΔΗΣ] ὁρῶ, σκοποῦμαι δ᾽ ὄμμα πανταχῆ στρέφων.
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] Το νου σου! Είναι κανείς στο δρόμο; Κοίτα! | [ΠΥΛΑΔΗΣ] Κοιτάω· παντού τα βλέμματά μου ρίχνω.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὅρα, φυλάσσου μή τις ἐν στίβῳ βροτῶν. | [ΠΥΛΑΔΗΣ] ὁρῶ, σκοποῦμαι δ᾽ ὄμμα πανταχῆ στρέφων.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 57.1
- (μεταβατικό) κοιτάζω κάτι/κάποιον, παρατηρώ
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 219
- Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.
- Πώς λοιπόν θα μπορούσα να κάνω επίδειξη εύνοιας προς τον Αλέξανδρο, όταν την εξουσία είχε ο Φίλιππος; Εκτός, βέβαια, αν εγώ και ο Δημοσθένης είδαμε το ίδιο όνειρο.
- Μετάφραση (2012): Αθανάσιος Ι. Γιαγκόπουλος, Θεσσαλονίκη:Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
- Πῶς ἂν οὖν ἐγὼ προενεδεικνύμην Ἀλεξάνδρῳ; εἴ γε μὴ ταὐτὸν ἐνύπνιον ἐγὼ καὶ Δημοσθένης εἴδομεν.
- ※ 5ος/4ος πκε αιώνας ⌘ Πλάτων, Συμπόσιον, 220a
- Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑώρακεν ἀνθρώπων.
- κανένας ως σήμερα δεν είδε τον Σωκράτη μεθυσμένο, ποτέ·
- Μετάφραση (2004): Ηλίας Σπυρόπουλος, Θεσσαλονίκη:Ζήτρος. @greek‑language.gr
- Σωκράτη μεθύοντα οὐδεὶς πώποτε ἑώρακεν ἀνθρώπων.
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Αἰσχίνης, Κατὰ Κτησιφῶντος, 219
- προσέχω, φροντίζω, προνοώ
- καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
- (μεταφορικά) διαβλέπω, διαισθάνομαι
- (στην παθητική φωνή) είμαι ορατός, με βλέπουν, φαίνομαι
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 933
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὤφθημεν οὐ νῦν πρῶτον ὄντες ἄθλιοι.
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] Με είδαν πολλοί σε τέτοιο χάλι ως τώρα.
- Μετάφραση (1972) Η Ιφιγένεια στη χώρα των Ταύρων: Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία, 1979:ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- [ΟΡΕΣΤΗΣ] ὤφθημεν οὐ νῦν πρῶτον ὄντες ἄθλιοι.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἰφιγένεια ἐν Ταύροις, στίχ. 933
Συγγενικά
- θέμα ὁρα-
- θέμα ειδ-, ιδ-
- θέμα οπ-
Σύνθετα
- ἀφοράω
- ἀνοράω
- ἀντεφοράω
- διοράω
- ἐξοράω
- ἐφοράω
- ἐγκαθοράω
- εἰσκαθοράω
- εἰσοράω
- ἐνοράω
- ἐπικαθοράω
- ἐποράω
- ἐσοράω
- καθοράω
- παροράω
- περιοράω
- προεφοράω
- προκαθοράω
- προοράω
- προσκαθοράω
- προσοράω
- συγκαθοράω
- συνδιοράω
- συνεφοράω
- συνοράω
- ὑφοράω
- ὑπεροράω
δείτε και τα παράγωγά τους, όπως ἄνοπτος, ἀδιόρατος, ἀκάτοπτος, ἐπόπτης, πρόσοψις, ὑπεροψία, ἐνόρασις, σύνοψις, καθορατικός, πρόοπτος
Κλίση
Κλίση
| |||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||||
Πηγές
- ὁράω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ὁράω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὁράω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.