Κάσσανδρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κάσσανδρος
      γενική του Κάσσανδρου
& Κασσάνδρου
    αιτιατική τον Κάσσανδρο
     κλητική Κάσσανδρε
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κάσσανδρος < αρχαία ελληνική Κάσσανδρος < κέκασμαι (λάμπω)[1] + ἀνήρ[1]

Κύριο όνομα

Κάσσανδρος αρσενικό

Συγγενικά


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κάσσανδρος
      γενική τοῦ Κασσάνδρου
      δοτική τῷ Κασσάνδρ
    αιτιατική τὸν Κάσσανδρον
     κλητική ! Κάσσανδρε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κάσσανδρος < κέκασμαι (λάμπω)[1] + ἀνήρ[1]

Κύριο όνομα

Κάσσανδρος αρσενικό

Μεταφράσεις

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.