κασσιτέρωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κασσιτέρωση | οι | κασσιτερώσεις |
| γενική | της | κασσιτέρωσης* | των | κασσιτερώσεων |
| αιτιατική | την | κασσιτέρωση | τις | κασσιτερώσεις |
| κλητική | κασσιτέρωση | κασσιτερώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, κασσιτερώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κασσιτέρωση < κασσιτερώνω + -ση
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
κασσιτέρωση
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.