κάσσια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κάσσια οι κάσσιες
      γενική της κάσσιας των κασσιών
    αιτιατική την κάσσια τις κάσσιες
     κλητική κάσσια κάσσιες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κάσσια < (άμεσο δάνειο) διαγλωσσική ορολογία Cassia (ταξινομικό γένος) < λατινική cassia (κανέλα ή μαντζουράνα)

Ουσιαστικό

κάσσια θηλυκό

  1. (φυτό) αειθαλές νοτιοκινέζικο/νοτιοκινεζικό δέντρο του γένους Κιννάμωμον (Cinnamomum) που χρησιμοποιείται κυρίως για τον αρωματικό του φλοιό, ο οποίος χρησιμοποιείται ως καρύκευμα
  2. πατίνα παλαίωσης ξύλου (με σκούρο καφέ αποτέλεσμα)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈka.si.a/ (ως τρισύλλαβο)
τυπογραφικός συλλαβισμός: κάσσια

Ταυτόσημο

  • Κιννάμωμον η Κασσία
  • κασσικίνναμο
  • διαγλωσσικοί όροι: Cinnamomum cassia
  • κινεζική κασσία
  • κινέζικη κανέλα
  • κάσια
  • κασσία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.