καλάι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

καλάι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قالای (kalay) (τουρκική kalay[1]) < αραβική قَلْعِيّ (qalʿiyy, κασσίτερος) < قَلْعَة (qalʿa) / كلة, τοπωνύμιο μαλαϊκής προέλευσης  [2]

Ουσιαστικό

καλάι ουδέτερο άκλιτο

παρωχημένες: [3]

  • καλάϊ
  • καλλάϊ

Συνώνυμα

παρωχημένα: (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  • στακτιμόλυβδον
  • στακτομόλυβδον
  • καλλάγιον

Συγγενικά

και άλλα σχετικά επώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. καλάι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. قلعي στο αγγλικό Βικιλεξικό.
  3. «καλάϊ» - Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.