Κασταλία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Κασταλία οι Κασταλίες
      γενική της Κασταλίας των Κασταλιών
    αιτιατική την Κασταλία τις Κασταλίες
     κλητική Κασταλία Κασταλίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κασταλία < αρχαία ελληνική Κασταλία

Προφορά

ΔΦΑ : /ka.staˈli.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κασταλία

Κύριο όνομα

Κασταλία θηλυκό



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κασταλί
      γενική τῆς Κασταλίᾱς
      δοτική τῇ Κασταλί
    αιτιατική τὴν Κασταλίᾱν
     κλητική ! Κασταλί
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Κασταλία < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

Κασταλία θηλυκό, μόνο στον ενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.