χασίσι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χασίσι τα χασίσια
      γενική του χασισιού των χασισιών
    αιτιατική το χασίσι τα χασίσια
     κλητική χασίσι χασίσια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

χασίσι < χασίς +

Ουσιαστικό

χασίσι ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.