Κασσιόπη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Κασσιόπη | οι | Κασσιόπες |
| γενική | της | Κασσιόπης | — | |
| αιτιατική | την | Κασσιόπη | τις | Κασσιόπες |
| κλητική | Κασσιόπη | Κασσιόπες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

Ο αστερισμός της Κασσιόπης.
Ετυμολογία
- Κασσιόπη < αρχαία ελληνική Κασσιόπη
Κύριο όνομα
Κασσιόπη θηλυκό
- (ελληνική μυθολογία) μυθολογική βασίλισσα της Αιθιοπίας
- αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου. Ανήκει στους 48 αστερισμούς που σημειώθηκαν πρώτη φορά στην αρχαιότητα από τον Πτολεμαίο και στους 88 επίσημους αστερισμούς που το 1922 θέσπισε η Διεθνής Αστρονομική Ένωση
- συντομογραφία: Cas
- γυναικείο όνομα
- χωριό της Κέρκυρας
Μεταφράσεις
Κασσιόπη
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.