ίνδιο
Νέα ελληνικά (el)
|
Ετυμολογία
- ίνδιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική indium < γερμανική indigo (λουλακί)
Ουσιαστικό
ίνδιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, με ατομικό αριθμό 49 και χημικό σύμβολο το In
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ίνδιο | τα | ίνδια |
| γενική | του | ίνδιου & ινδίου |
των | ίνδιων & ινδίων |
| αιτιατική | το | ίνδιο | τα | ίνδια |
| κλητική | ίνδιο | ίνδια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συγγενικά
- ινδιούχος
- ινδίτης
-
ίνδιο στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
ίνδιο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.