κασσιτέρινος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κασσιτέρινος | η | κασσιτέρινη | το | κασσιτέρινο |
| γενική | του | κασσιτέρινου | της | κασσιτέρινης | του | κασσιτέρινου |
| αιτιατική | τον | κασσιτέρινο | την | κασσιτέρινη | το | κασσιτέρινο |
| κλητική | κασσιτέρινε | κασσιτέρινη | κασσιτέρινο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κασσιτέρινοι | οι | κασσιτέρινες | τα | κασσιτέρινα |
| γενική | των | κασσιτέρινων | των | κασσιτέρινων | των | κασσιτέρινων |
| αιτιατική | τους | κασσιτέρινους | τις | κασσιτέρινες | τα | κασσιτέρινα |
| κλητική | κασσιτέρινοι | κασσιτέρινες | κασσιτέρινα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κασσιτέρινος < κασσίτερ(ος) + -ινος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μεταφράσεις
κασσιτέρινος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.