ενηλικιώνομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ενηλικιώνομαι < μεσαιωνική ελληνική ἐνηλικιόω[1] < ελληνιστική κοινή ἐνηλικιόομαι < ἐνήλικος < αρχαία ελληνική ἐν ἡλικίᾳ
Ρήμα
ενηλικιώνομαι, π.αόρ.: ενηλικιώθηκα, μτχ.π.π.: ενηλικιωμένος (σπάνιος ενεργητικός τύπος ενηλικιώνω)
- φτάνω στην ενηλικίωση, γίνομαι ενήλικος
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | ενηλικιώνομαι | ενηλικιωνόμουν(α) | θα ενηλικιώνομαι | να ενηλικιώνομαι | ||
| β' ενικ. | ενηλικιώνεσαι | ενηλικιωνόσουν(α) | θα ενηλικιώνεσαι | να ενηλικιώνεσαι | ||
| γ' ενικ. | ενηλικιώνεται | ενηλικιωνόταν(ε) | θα ενηλικιώνεται | να ενηλικιώνεται | ||
| α' πληθ. | ενηλικιωνόμαστε | ενηλικιωνόμαστε ενηλικιωνόμασταν |
θα ενηλικιωνόμαστε | να ενηλικιωνόμαστε | ||
| β' πληθ. | ενηλικιώνεστε | ενηλικιωνόσαστε ενηλικιωνόσασταν |
θα ενηλικιώνεστε | να ενηλικιώνεστε | (ενηλικιώνεστε) | |
| γ' πληθ. | ενηλικιώνονται | ενηλικιώνονταν ενηλικιωνόντουσαν |
θα ενηλικιώνονται | να ενηλικιώνονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | ενηλικιώθηκα | θα ενηλικιωθώ | να ενηλικιωθώ | ενηλικιωθεί | ||
| β' ενικ. | ενηλικιώθηκες | θα ενηλικιωθείς | να ενηλικιωθείς | ενηλικιώσου | ||
| γ' ενικ. | ενηλικιώθηκε | θα ενηλικιωθεί | να ενηλικιωθεί | |||
| α' πληθ. | ενηλικιωθήκαμε | θα ενηλικιωθούμε | να ενηλικιωθούμε | |||
| β' πληθ. | ενηλικιωθήκατε | θα ενηλικιωθείτε | να ενηλικιωθείτε | ενηλικιωθείτε | ||
| γ' πληθ. | ενηλικιώθηκαν ενηλικιωθήκαν(ε) |
θα ενηλικιωθούν(ε) | να ενηλικιωθούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω ενηλικιωθεί | είχα ενηλικιωθεί | θα έχω ενηλικιωθεί | να έχω ενηλικιωθεί | ενηλικιωμένος | |
| β' ενικ. | έχεις ενηλικιωθεί | είχες ενηλικιωθεί | θα έχεις ενηλικιωθεί | να έχεις ενηλικιωθεί | ||
| γ' ενικ. | έχει ενηλικιωθεί | είχε ενηλικιωθεί | θα έχει ενηλικιωθεί | να έχει ενηλικιωθεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε ενηλικιωθεί | είχαμε ενηλικιωθεί | θα έχουμε ενηλικιωθεί | να έχουμε ενηλικιωθεί | ||
| β' πληθ. | έχετε ενηλικιωθεί | είχατε ενηλικιωθεί | θα έχετε ενηλικιωθεί | να έχετε ενηλικιωθεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν ενηλικιωθεί | είχαν ενηλικιωθεί | θα έχουν ενηλικιωθεί | να έχουν ενηλικιωθεί | ||
Αναφορές
- ἐνηλικιόω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.